σκιαδωτός

σκιαδωτός
-ή, -ό, Ν [σκιάδα]
1. αυτός που έχει σχήμα σκιάδας
2. αυτός που προφυλάσσεται από τον ήλιο κάτω από σκιάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”